σκολίοθριξ

σκολίοθριξ
σκολῐο-θριξ, τρῐχος, , ,
A with curled hair, Nonn.D.15.137; with crisp leaves,

ἄκανθα AP4.1.37

(Mel.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκολιόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ σγουρομάλλης αρχ. (για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός] …   Dictionary of Greek

  • σκολιότριχι — σκολιόθριξ masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολιότριχος — σκολιόθριξ masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”